- Ἀμμωνιακῶν
- ἈμμωνιακόςZeusfem gen plἈμμωνιακόςZeusmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… … Dictionary of Greek
κοβαλτιαμίνες — οι χημ. συνοπτική ονομασία τών σύμπλοκων αμμωνιακών παραγώγων τού τρισθενούς κοβαλτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cobaltiamines < cobalti (πρβλ. κοβάλτιο) + amines (πρβλ. αμίνες)] … Dictionary of Greek
κοβαλτοαμίνες — οι χημ. συνοπτική ονομασία τών σύμπλοκων αμμωνιακών παραγώγων τού δισθενούς κοβαλτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cobaltoamines < cobalt (πρβλ. κοβάλτιο) + συνδετικό φωνήεν ο + amines (πρβλ. αμίνες)] … Dictionary of Greek